Ποτέ δεν θα πάψει αυτό το ποίημα να με πονά.
Μ' ακούς?
Θα πενθώ πάντα-μ' ακούς;-
για σένα
μόνος στον Παράδεισο.
IV.
Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν, μ' ακούς
Δέν έχουν εξημερωθεί τά τέρατα μ' ακούς
Τό χαμένο μου το αίμα καί τό μυτερό, μ' ακούς
Μαχαίρι Σάν κριάρι πού τρέχει μές στούς ουρανούς
Και των άστρων τους κλώνους τσακίζει, μ' ακούς
Ειμ' εγώ, μ' ακούςΣ' αγαπώ, μ' ακούς
Σέ κρατώ καί σέ πάω καί σού φορώ Το λευκό νυφικό της Όφηλίας, μ' ακούς
Πού μ' αφήνεις, πού πάς καί ποιος, μ' ακούς
Σού κρατεί τό χέρι πάνω από τους κατακλυσμούς
Οί πελώριες λιάνες καί των ηφαιστείων οί λάβες
Θα' ρθει μέρα, μ' ακούς
Να μας θάψουν κι οί χιλιάδες ύστερα χρόνοι
Λαμπερά θά μάς κάνουν πετρώματα, μ' ακούς
Να γυαλίσει επάνω τούς η απονιά, ν' ακούς
Των ανθρώπων
Και χιλιάδες κομμάτια να μάς ρίξει
Στα νερά ένα-ένα, μ' ακούς
Τά πικρά μου βότσαλα μετρώ, μ' ακούς
Κι είναι ο χρόνος μια μεγάλη εκκλησία, μ' ακούς
Όπου κάποτε οί φιγούρες Τών Αγίων
βγάζουν δάκρυ αληθινό, μ' ακούς
Οί καμπάνες ανοίγουν αψηλά, μ' ακούς
Ένα πέρασμα βαθύ να περάσω
Περιμένουν οί άγγελοι με κεριά και νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δεν πάω, μ' ακούς
Το λουλούδι αυτό τής καταιγίδας και μ' ακούς
Της αγάπης
Μια για πάντα το κόψαμε
Και δεν γίνεται ν' ανθίσει αλλιώς, μ' ακούς
Σ' άλλη γη, σ' άλλο αστέρι, μ' ακούς
Και κανείς κηπουρός δεν ευτύχησε σ' άλλους καιρούς
Και κανείς κηπουρός δεν ευτύχησε σ' άλλους καιρούς
Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες, μ' ακούς
Νά τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ' ακούς
Mές στη μέση της θάλασσας
Από το μόνο θέλημα τής αγάπης, μ' ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ' ακούς
Μέ σπηλιές και με κάβους κι ανθισμένους γκρεμούςάκου,
άκου
Ποιος μιλεί στα νερά και ποιος κλαίει- ακούς;
Είμ' εγώ πού φωνάζω κι είμ' εγώ που κλαίω, μ' ακούς
Σ' αγαπώ, σ' αγαπώ, μ' ακούς.
Μονόγραμμα Οδυσσέας Ελύτης